- καθίημι
- καθίημι, ιων. τ. κατίημι (Α)1. ρίχνω προς τα κάτω, αφήνω να πέσει («ἃ γὰρ καθήσειν ὅπλ' ἔμελλεν ἐς ἅλα», Ευρ.)2. αφήνω κάτι να κρέμεται, να πέφτει («καὶ πρῶτον μὲν καθῆσαν εἰς ὤμους κόμας» — άφησαν τα μαλλιά τους να πέσουν στους ώμους, Ευρ.)3. κατεβάζω (α. «καὶ αἴθοπα οἶνον λαυκανίης καθέηκα» — και κατέβασα μαύρο κρασί στο λαρύγγι μου, Ομ. Ιλ.β. «καὶ ἅμα μὲν λέγων ταῡτα καθεῑκε τὰ σκέλη ἐπὶ τὴν γῆν», Πλάτ.)4. καταφέρω πλήγμα ή διαπερνώ (α. «καθῆκε ξύλον παιδός ἐς κάρα», Ευρ.β. «δι' ὀμφαλοῡ καθῆκεν ἔγχος», Ευρ.)5. προτείνω, ρίχνω στη μέση («τοῡτον τὸν λόγον καθεῑκε», Δημοσθ.)6. (σε ειδ. σημ.) αποστέλλω, εισάγω σε αγώνα («ἅρματα μὲν ἑπτὰ καθῆκα», Θουκ.)7. κατέρχομαι βίαια και γρήγορα8. φθάνω κάπου9. παθ. καθίεμαια) κατέρχομαι, εκτείνομαι προς τα κάτω, κατεβαίνω («καὶ οὐ καθεῑτο τείχη», Θουκ.)β) κρέμομαι («καθειμένος πώγωνα» — έχοντας κρεμασμένο το μούσι, Πλούτ.)10. φρ. «τὸ καθειμένον τής φωνῆς» — ο χαμηλός τόνος τής φωνής, Ηρωδιαν.)11. (για δραματ. αγώνες) παρουσιάζω, διδάσκω, εμφανίζω επί σκηνής («πρώτην γὰρ διδασκαλίαν τοῡ Σοφοκλέους... καθέντος», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἵημι «ρίπτω»].
Dictionary of Greek. 2013.